- αὐτούργημα
- αὐτούργ-ημα, ατος, τό,A a piece of one's own work, D.Chr.12.57: pl.,
ἴδια αὐ. PMasp.244
(vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἴδια αὐ. PMasp.244
(vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυτούργημα — αὐτούργημα, το (AM) [αυτουργώ] μσν. η κτηματική περιουσία αρχ. η πράξη που έχει γίνει από κάποιον, έργο των ίδιων των χεριών κάποιου … Dictionary of Greek
αὐτούργημα — a piece of one s own work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτουργημάτων — αὐτούργημα a piece of one s own work neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτουργήματα — αὐτούργημα a piece of one s own work neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)